ζαχαροποιός

ζαχαροποιός
ο сахаровар

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ζαχαροποιός" в других словарях:

  • ζαχαροποιός — ο εργάτης ή ιδιοκτήτης ζαχαροποιείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροποιός — ο αυτός που παρασκευάζει ζάχαρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαχαρο- — (Μ ζαχαρο ) α συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) μοιάζει ή είναι κατασκευασμένο ή περιέχει ζάχαρη (πρβλ. ζαχαρόπετρα, ζαχαροκούλλουρο, ζαχαροδοχείο) β) είναι γλυκό σαν τη ζάχαρη (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροποιία — η βιομηχανία κατασκευής ζάχαρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Άγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • ζαχαροποιείο — το εργοστάσιο παρασκευής ζάχαρης, σακχαροποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαροποιός. Η λ. μαρτυρείται στα Πρακτικά τής συνελεύσεως τού βασιλικού ζαχαροποιείου στο Καινούριο τής Λοκρίδας] …   Dictionary of Greek

  • σακχαροποιός — ο, Ν ο ζαχαροποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρις + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ι. Βαλέτα, Ιήτη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»